έξαμμα

έξαμμα
ἔξαμμα, το (Α) [εξάπτω]
το σημείο από όπου κάποιος άπτεται, πιάνει κάτι, η λαβή
2. μτφ. στήριγμα, πάτημα
3. η ενέργεια τού εξάπτω*, ανάβω, το άναμμα («ἔξαμμα πυρός»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”